προχωρήσεις

προχωρήσεις
προχώρησις
going forth
fem nom/voc pl (attic epic)
προχώρησις
going forth
fem nom/acc pl (attic)
προχωρέω
go
aor subj act 2nd sg (epic)
προχωρέω
go
fut ind act 2nd sg
προχωρέω
go
aor subj act 2nd sg (epic)
προχωρέω
go
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”